Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φρουρικός — ή, όν, Α [φρουρός] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη φρουρά 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ φρουρική η υπηρεσία τής φρουράς … Dictionary of Greek
φρουρικόν — φρουρικός of masc acc sg φρουρικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)